-
1 следствие
I.мат. η διαδρομή, η πορεία.II.юр. η ανάκριση, η έρευναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следствие
-
2 следствие
следствиес1. ἡ συνέπεια, τό ἀποτέλεσμα:причина и \следствие ἡ αίτία καί τό ἀποτέλεσμα, τό αίτιον καί τό αίτιατόν2. Όρ. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ Ερευνα:предварительное \следствие ἡ προανάκριση [-ις]· судебное \следствие ἡ δικαστική ἀνάκριση [-ις]. -
3 следствие
-я ουδ.αποτέλεσμα, επακόλουθο, απόρροια• εξαγόμενο• πόρισμα.-я ουδ.ανάκριση•предварительное следствие η προανάκριση•
быть под -ем είμαι υπο ανάκριση (ανακρινόμενος).